Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2011

Πυγμαλίων



«…ars adeo latet arte sua…»
Ovid, Metamorphoses X.

Τις υποσχέσεις δεν τις κράτησε
ούτε η κούφια αυτή η νύχτα
κι΄ ο οίνος, ο πικρόγλυκος, δεν έσβησε,
όπως ενόμιζε, τον έρημο τον πόνο

όχι, μονάχος ποτέ δεν ήταν˙
άλλωστε έβλεπε τα μάτια τα δικά της
που σα να δάκρυζαν στου λυχναριού το φως
αυτόν κοιτούσαν αλαβάστρινα

έχοντας ίσως ξεχάσει πως από
τα χέρια τα δικά του καμωμένα ήσαν…





Όχι, όχι, μονάχος ποτέ δεν ήταν˙
άλλωστε δεν ένοιωσε ποτέ
την απουσία των ομοβρότων.

Ίσως, μονάχα,  καμιά φορά
όταν’ αγέρας εσωπούσε,
νά ‘ταν η σιγή πιο μέλανη  και
αδιάφανη από το βράδυ˙

τότε η πέτρα στα χέρια θα εμαλάκωνε
μια ψυχή, αθάνατη θαρρείς, να λευθερώσει,
γνωρίζοντας καλά πως μήτε λόγια μήτε φτερά
να τον λαβώσει θα χε.

Έτσι σαν γάλα λευκή, στο κρύο δέρμα,
μια νύχτα  εσμίλευτηκε,
σαν το γάλα που οι Χάριτες
την Ουράνια ελούσαν Αφροδίτη
όταν της Ίδης την τρύπησε αγκάθι...

Και η μορφή της, άγαλμα ψυχής,
που θαρρείς θα σάλευε μονάχα
αν δεν την είχε η σεμνότη δέσει ˙

περιστέρι θα έβγαινε μια λέξη, άσπρo,
που κρατούν σφιχτά τα χείλη.



Πόσες φορές το εξέχασε, όμως,
πόσες τάχα;
και τ’ άγγιγμα επέστρεψε πιο κρύο

Και πόσες δεν ετόλμησε
μήπως το σώμα να ‘μενε σάρκα
και όχι να γινόταν ελεφάντινο
και το χάδι πιο πικρό…

Και να ‘ταν η Κυπραία που τον λησμόνησε
ή του υιού της του τυφλού παιχνίδι
καθέ φορά που τα χείλη ερωτούσε τα δικά της
αυτά να έμεναν ασάλευτα, ακλόνητα ,νωθρά;

Και δεν εθάρρευε σε σένα, Αφροδίτη, να μιλήσει
γιατί τον έρωτα εμίσησε (θαρρεί) και τις γυναίκες
όπως ανόσια τις είδε να διάγουν   

Και ας αλύπητα εγύριζε ανάσα, ανάσα:

«Τις υποσχέσεις δεν τις κράτησε
ούτε η κούφια αυτή η νύχτα…»

(και ας την είπανε μητέρα του Μορφέα
 και του Χάους κόρη, οι παλαιοί …)

     

Αλλά οι σκέψεις ευθύς εσβήστηκαν
σαν του λυχναριού η φλόγα χάθη
μες στο σκότος,
και τα μάτια τα δικά της φύγαν.

Και να ‘ταν ονείρου τρέλα γι’ όνειρο
που κοντά πλησίασε την κόρη
και ήλθε τ’ άγγιγμα ζεστό.

Και το δέρμα το δικό της υποχώρησε
σαν τον κήρο τ ‘Υμμητού
όταν πύρινος ο ήλιος πέφτει

Ως που τελικά, τα χείλη τα δικά της
μελωμένα ανοίξανε, γλυκά
σαν τρυφερά ακούμπησαν με κείνου
κ᾽είπαν:

«ν Τέχνη, τεκεν μέ, σού,
  Φύσις, ν ζηλος ζήλ θεο



Αλλά εγώ, εσένα της τέχνης Μούσα σ᾽ ερωτώ
μήπως να ‘τανε....
... μια πλάνη, Ερατώ;


Καλοκαίρι 2010


α.α.

2 σχόλια:

Παρακαλώ αφήστε το δικό σας Σχόλιο ή Προβληματισμό!!