«…αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε…»
Ορφικός Κρόνου
Μια ανθρώπινη μορφή κάθεται σε ένα βράχο. Η σκηνή είναι σαν θεατρικού. Δεν υπάρχουν χρώματα. Δεν υπάρχει αέρας ούτε φωνές και κίνηση. Δεν υπάρχει ορίζοντας. Μόνο λευκό χρώμα. Ούτε σκιές. Μονάχα η σκιά του ανθρώπου παρουσιάζεται με την μορφή του Κρόνου.
Εκεί που ο άνθρωπος εκαθότανε μονάχος
στην σιωπή,
σαν φάντασμα σαν είδε μια μορφή
απόκοσμη , παράξενη,
που εφορούσε μαύρα ράσα,
ερώτησε:
«Μα ποίος είσαι συ αγαπητέ
και πως στα μέρη τούτα ήρθες;»
«Εσύ Κρόνο θα με λες,
αν θες μονάχος να μην είσαι.
Το πώς ήρθα δω, καλά εσύ το ξέρεις
καθώς στο νου τ’ ανθρώπου, μην ξεχνάς,
ο κόσμος φεύγει
από την γένεση που αρχή δεν είχε…»
«Μα πώς την μοναξιά εσύ θα διώξεις;»
«Αν θες, θα σε πάρω απ’ την σιωπή
για μια στιγμή
και στην ζωή σε φέρω.
Θα ακούσεις μουσική αφάνταστη,
που σε λόγια δεν υπάρχει.
Θα δεις τα αστέρια να χορεύουν αέναο χορό,
γαμήλιο
ωσάν της θάλασσας το γέλιο.
Θα δεις η φύση πώς ανθεί
και πως η γη ανασαίνει,
καθώς αίμα κόκκινο στις φλέβες ρέει.
Και αν απορείς πώς το τώρα έγινε χθες
και αν εχάθη ,
Απ’ του αγέρα την πνοή
και ως του ηλίου τ’ άνθη
Στα πέρατα του κόσμου θα με βρεις,
Όπου ενωμένος είμαι.
Μα μην θαρρείς πως χώρια κιόλας είναι…»
«Ω τι ωραία που τα λες
αγαπητέ μου Κρόνε!,
Μα πες μου σε παρακαλώ
εγώ τι να κάνω πρέπει;»
«Αλήθεια, τίποτα…
Μόνον φτάνει εσύ
να θες εμέ να βλέπεις μόνο
και ευθείς τη ζωή θα δεις σαν ποταμό πως ρέει…
Θα μάθεις….»
Και τα Χρόνια έτσι επέρασαν
στον άνθρωπο, αλήθεια,
άλλοτε γοργά
και άλλοτε βραδέα,
και εγένη κραταιός
και μέγας.
Μα μόνο σαν κοντά στον θάνατον ευρέθη,
κατάλαβε πως η ζωή για πάντα δεν εκράτη
και με φόβο τον Κρόνο αναζητούσε.
Και τελικά σαν τον εβρήκε
εκεί που έπαιζε πεσσούς,
στην μουσική μια λύρας
Εφώναξε:
«Ω Κρόνε , Κρόνε!
Σύ ὁ ἀειθαλής, ὤ πατέρα μακαρῖων θεῶν καί ἀνθρώπων,
ποικιλόβουλ’, ἀμίαντε, μεγασθενές, ἄλκιμε Τιτάνα,
ποῦ ἐξαντλεῖς τά πάντα καί ὁ ἴδιος πάλι τά αὐξαίνεις,
αἰῶνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε ποικιλόμυθε,
βλαστέ τῆς γῆς καί τοῦ κατάστερου οὐρανοῦ,
ποῦ κατοικεῖς τά μέρη ὅλα του κόσμου, ὤ γενάρχη,
πανοῦργε, κάλλιστε,
μα πώς γίνεται τα παιδιά σου
μα πώς γίνεται τα παιδιά σου
να θες να φας
ενώ τα μεγαλώνεις;
Γιατί τα ρίχνεις στην φθορά
σαν τα γεννάς, σαν βάπτισμα αστείο;»
«Μα ποτέ δεν σου ‘πα τέκνον μου
πως αιώνια στην ζωή θα ζεις
αν και η στιγμή για πάντα θα κρατεί,
καθώς και αυτή έχει τελειώσει…
Εμέ που αθάνατο θωρείς στον θάνατό σου,
θνητός και ‘γω γεννήθηκα και αθάνατο σε λέω.
Μα δεν έμαθες ότι εδώ που τώρα ζεις,
Τώρα δεν υπάρχεις;
Γιατί μην ξεχνάς ό,τι θωρείς
μια εικόνα είναι, στατική
που ρέει
σαν ένα δάκρυ…»
2008
Σημείωση: Το κείμενο σε πλαγια ( italics) προέρχεται αυτούσιο (στο αρχαίο ή μετάφραση) από τον Ορφικό ύμνο του Κρόνου
Φωτο.: αντίγραφο του The Thinker (The Poet) από τον Rodin
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παρακαλώ αφήστε το δικό σας Σχόλιο ή Προβληματισμό!!