Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2011

Κώστας Βάρναλης - Οι Μοιραίοι


Για σήμερα ένα απο τα πιο γνωστά ποίηματα του Βάρναλη, αλλά δανείζομαι πρώτα λίγα λόγια απο τον Ι. Μ. Παναγιωτόπουλο:
«Το πιο γνωστό από τα ποιήματά του [Βάρναλη], ας το ξαναπούμε, «οι μοιραίοι», είναι ένα σιγαλόφωνο παράπονο μια θλίψη για τη ζωή την αζώτητη της φτωχολογιάς. Μισούσε το στόμφο. Και, φυσικά, και το στερνό ψίχουλο της μεταφυσικής. Είχε στυλωμένα τ’ αυτιά του (κι ήταν τόσο βαρήκοος που συχνά τον απέλπιζε το συνομιλητή του), ολάνοιχτα τα μάτια του στα μηνύματα των καιρών. Ήταν ένας συνειδητός άνθρωπος κι ένας συνειδητός μεροκαματιάρης του πνεύματος. Δεν αγαπούσε τις αβεβαιότητες και τις εκκρεμότητες που δημιουργούν οι νεφελοκοκυγίες στ’ ακοίμητα πνευματα» (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, «Συντομογραφία του Βάρναλη» , Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975, σελ 17)




Ο Μ. Μ. Παπαιωάννου επίσης έγραψε πως «μάλλον μέσα στη μεταβατική περίοδο πρέπει να τοποθετηθούν και «οι Μοιραίοι», που κλείνουν την απογοήτευση του Βάρναλη καθώς βλέπει τη φτωχολογιά των εργαζομένων να μην έχουν κοινωνική και παραπέρα ταξική συνείδηση. Το ποίημα αυτό που αποπνέει συμπάθεια και που γι’ αυτό δεν ανήκει στα χλευαστικά ούτε στα σατιρικά, είναι το πρώτο που στην συνέχεια θα το ακολουθήσουν αυτά που ονομάστηκαν κουτσαβάκικα ή ρεμπέτικα [...]»

Οι Μοιραίοι

Μες την υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισιές
(απάνω στρίγγλιζε η λατέρνα)
όλ'η παρέα πίναμ' εψες'
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια.

Σφιγγόταν ένας πλάι στον άλλο
και κάπου εφτυούσε καταγής.
Ω! πόσο βάσανο μεγάλο
το βάσανο είναι της ζωής!
Όσο κι ο νους να τυραννιέται,
άσπρην ημέρα δε θυμιέται.

Ήλιε και θάλασσα γαλάζα
και βάθος τ' άσωτ' ουρανού!
Ω! της αυγής κροκάτη γάζα,
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!

Του ενός ο πατέρας χρόνια δέκα
παράλυτος, ίδιο στοιχειό'
τ' άλλου κοντόημερ' η γυναίκα
στο σπίτι λιώνει από χτικιό'
στο Παλαμήδι ο γιός του Μάζη
κ' η κόρη του Γιαβή στο Γκάζι.

- Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
- Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
- Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
- Φταίει πρώτ' απ' όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα
δεν το βρε και δεν το 'πε ακόμα.

Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας εύρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!

(Ποιητικά, O Kέδρος 1956)




Γενικά έχει διατυπωθεί πως ο Βάρναλης με αυτό το ποίημα δείχνει την έντονη συμπάθεια του και κατανόηση για τους ανθρώπους του περιθωρίου ή της φτωχολογιάς όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ανάμεικτη όμως με μια δόση κριτικής για το αίσθημα παραίτησης και απαισιοδοξίας, για την «δειλία» και την απουσία βούλησης, για την άλογη προσμονή ενός θαύματος που θα τους λυτρώσει από τα βάσανά τους.

Σίγουρα εντοπίζει κανείς την μεγάλη αντίθεση της «υπόγειας ταβέρνας» με την φύση, τον ήλιο, την γαλάζα θάλασσα, το δειλινό, που «λάμπουν μακριά μας, χωρίς να [μπουν] στην καρδιά μας» και πιστεύω πως με αυτό τον τρόπο ο Βάρναλης προσπαθεί να σχηματοποιήσει αυτό το μάταιο και ατέρμονο κλείσιμο στα «υπόγεια» του εαυτού μας μπροστά στις δυσκολίες, στην ματαιόπονη αυτή ενασχόληση με όλα τα προβλήματα μας που μας περιορίζει σε αυτή την αιώνια «γκρίνια» και δεν μας αφήνει έτσι να βγούμε και να βρούμε ξανά τον «ήλιο» που λάμπει έξω και την «γαλάζα θάλλασα».....

Φοβάμαι πως ο ποιητής δεν αναφέρεται μονάχα στους θαμώνες μιας υπόγειας ταβέρνας, αλλά σε κάθε άνθρωπο που πνίγεται μέσα στην ζωή του, στον κάθε από εμάς που μπορεί να διαβάζει ώρες πολλές, να συζητά, να αναλύει τις κρίσεις και τα προβλήματα, να καταριέται την μοίρα του, αλλά που δεν κάνει ούτε ένα μικρό βήμα για να ξεφύγει.....


Εδώ μπορείτε να ακούσετε να το απαγγέλει ο ίδιος ο Βάρναλης και εδώ να το τραγουδάει ο Μπιθικώτσης όπως το μελοποίησε ο Μ. Θεωδοράκης.

Την ιδέα για αυτό το ποίημα την πήρα από

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ αφήστε το δικό σας Σχόλιο ή Προβληματισμό!!