Πλέον θα μπορείτε να παρακολουθείτε το Ἀναγράφω και από την σελίδα του στο facebook

α.α.

Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Sonata dell'acqua



Έχει νυχτώσει. Ο ήλιος έχει δύσει στον αστερισμό του Καρκίνου. Το φεγγάρι βαίνει στην χάση του.  Το φως του μόλις που περνά ανάμεσα από δύο πεύκα. Δεν φυσάει. Ένας νέος στέκει μόνος κοντά στα αρυτίδιαστα νερά μιας λίμνης.


I. Andante con motto

Καλέ μου ξένε, ώρες πολλές σε βλέπω τώρα
στων υγρών χειλιών μου τις ακτές
Ο ήλιος βασίλεψε ήδη
-από 'κεί που έρχονται, καθώς λέν᾽
εσάς των θνητών οι ψυχές-
μα εσύ ακόμη στέκεσαι αμίλητος, γυμνός,
στων σκοτεινών νερών μου τον καθρέφτη.

Πόσο μου αρέσει, όμως, το γεμάτο σκέψεις
να βλέπω πρόσωπό σου
καθώς του φεγγαριού το αμυδρό το φως φεγγίζει.
Μα πιο πολύ αυτό το σκοτεινό το βάθος
στο κέντρο των ματιών σου,
η στενή η άβυσσος της βρωτής ψυχής σου.

Σε βλέπω ακόμη όπως τότε.


Το νεανικό σου σώμα γεμάτο της ζωής το σθένος
όλο ορμή στις καλλίγραμμες κινήσεις των μυώνων.
Έτσι και συ ήρθες την αρχαία εκείνη μέρα που ‘γεννήθης·
ικέτης στα χείλη μου κάτω απ’ του ήλιου την πύρινη φλόγα,
ικέτης, λίγο νερό από τις δροσερές πηγές μου αποζητώντας.

Σε θυμάμαι που διψασμένος γονάτισες –τυφλός– εμπρός μου
λερός, από το άκαρπο κυνήγι εξαντλημένος
και κει που έγειρες το πρόσωπό μου να φιλήσεις,
κοντοστάθηκες
–την δίψα σου δεν έσβησες σε μένα–
και θάρρεψα πως είδες την αγανή μου όψη...

Έσφαλα όμως. Δεν μ΄αναγνώρισες.

Πρώτη φορά όμως είδες την θωριά σου
το αδρό σου πρόσωπο που ο αγέρας χαϊδεύει,
το κουρασμένο σώμα σου και τα γδαρμένα χέρια,
ό,τι σε χαλκεύει και
            σε κλείει από μένα.

Και η μοιραία επίγνωση δεν άργησε να έρθει γενέθλιο δώρο,
και το βλέμμα σου σκοτείνιασε  
σαν τον ήλιο που τον κρύβει η Σελήνη,
στο άγνωστο του βίου τέρμα...

Θυμάμαι και τότε που στα νερά μου πάλι ήρθες
στις πλαγιές του Ελικώνα
καλλίμορφος σαν τους ναρκίσσους των ακτών μου
για την χαμένη αδερφή σου ζητώντας παρηγόρια.
Ήξερες πως θωρώντας την αγγελόπλαστη μορφή σου
κάτι απ’ αυτήν θα έμενε κοντά σου ακόμη·
ένα άπιαστο φάσμα που ξεθώριασε
σαν έχασες και συ την νιότη.

Θυμάμαι και τότε που αδύναμος, χωλός
πάλι εσύ στην Βηθεσδά κοντά μου ήρθες
το ακύμαντο πρόσωπό μου επίμονα κοιτώντας
προσμένοντας ένα χέρι αόρατο να ταράξει την μορφή σου·
λες και αυτή παράλυτο εσένα είχε αφήσει
πάνω από κείνη την λίμνη των δακρύων...   


II. Adagio con dolcezza

Καλέ μου ξένε, τόσοι αιώνες, τόσα χρόνια
και τα κύματα μου μνήμες έχουν γεμίσει.
Και εσύ ακόμη στέκεσαι αμίλητος, γυμνός,
στων σκοτεινών νερών μου τον καθρέφτη.

Σε βλέπω. Είσαι ακόμη τόσο νέος.
Το βλέμμα σου όμως έχει γεράσει.

Δεν ξέρω πια, τι οι κόρες σου γυρεύουνε
σε μένα·
με διαπερνούν σαν της βροχής τον ίσκιο,
σαν δυο σταγόνες χυτό ασήμι·
μια όψη ακίνητη τεθλασμένου ονείρου...

calando
Ίσως και συ να ψάχνεις, τελικά,
ό,τι και εγώ δεν βρήκα,
αιώνες τόσους αναζητώντας,
σε αυτό το σκοτεινό -πιότερο και
από την ασέληνη την νύχτα- βάθος,
στο κέντρο των ματιών σου...


VIII. 2015



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ αφήστε το δικό σας Σχόλιο ή Προβληματισμό!!