Μαύρο τετράγωνο, 1915 - K. Μάλεβιτς |
Και κλείσαμε τον Θάνατο έξω από τα σπίτια μας
η ζωή έπρεπε να συνεχιστεί κανονικά:
ο πρωινός καφές, ασχολίες, τηλεφωνήματα.
Όχι, δεν ήταν πρώτη φορά άλλωστε.
Κανείς δεν είχε χρόνο να σκέφτεται για θανάτους.
Το θέμα είχε διευθετηθεί προ πολλού με σύμβαση εργολαβίας
αορίστου χρόνου. (Και αν συνέβαινε και καμιά ατυχία –
τα τυπικά τα ανελάμβαναν οι αρμόδιες υπηρεσίες)
Κατά το πλείστον, οι θανόντες ήταν μονάχα αριθμοί
και οι κλειστές πόρτες και οι μάσκες αρκούσαν.
Κάλυπταν το πρόσωπό αρκετά
για να μένουν έτσι πιο αντικειμενικοί.
Για σιγουριά, τα βράδια πάντως, κλείναμε
και την πόρτα της κάμαράς μας.
Και προσποιούμασταν πως δεν πέρναγε από την χαραμάδα
χρόνια τώρα σαν πλημμυρίδα,
συνεπιβάτης του αδερφού του Ύπνου,
ανάσα την ανάσα, χτύπο το χτύπο, κύμα το κύμα.
Το πρωί καμιά φορά μονάχα μυρίζαμε τα σαπισμένα
του κρεβατιού ξύλινα πόδια
ανάμεικτα με την νοτισμένη άλμη των φευγαλέων ονείρων.